- βατραχίτης
- ο (Α βατραχίτης)ονομασία λίθου, ποικιλίας του μοντικελίτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βατραχίτην — βατραχίτης a frog green masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek
φρυνίτης — ου, ὁ, Α πολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύνη / φρῦνος + κατάλ. ίτης*, που απαντά και σε άλλες ονομ. πολύτιμων λίθων (πρβλ. ὀνυχ ίτης). Ο λίθος ονομάστηκε έτσι λόγω τού χρώματός του (πρβλ. βατραχίτης)] … Dictionary of Greek